Η Συνωμοσία του Dennis. Μέρος έκτο

Νάγια Παπαπάνου

Η Θάλεια, πιθανόν να τον κατηγορούσε για εγωκεντρισμό και αλαζονεία, καθώς επίσης και για καταπίεση εάν “άκουγε” όλα αυτά που σκεφτόταν εκείνη την ώρα.  Μόνο που η Θάλεια πραγματικά 'απείχε' επί του παρόντος, κι έτσι δεν ήταν σε θέση να του κάνει την παραμικρή επίπληξη. Παρατήρησε την Θάλεια, όπως είχε ήδη παρατηρήσει πολλούς ακόμα: ο εγκλεισμός, αυτή η οικειοθελής εφαρμογή αναστολής της προοπτικής, της ανέλιξης, της βιωματικής εμπειρίας της ζωής, προκαλούσε μια σταδιακή αποκτήνωση. Κλεισμένη μέσα στο σπίτι, εγκλωβισμένη σε ένα φόβο που δεν μεταλλασσόταν, αλλά διατηρείτο με επιμέλεια και φροντίδα σταδιακά έφθινε, έχανε συστηματικά την αίσθηση της προσμονής. Γιατί, τι άλλο μπορεί να είναι η ελπίδα παρά η προσμονή για το επόμενο βήμα; Η καθημερινότητα της είχε διαρραγεί, δεν γνώριζε ημερομηνία λήξης και αφηνόταν σε μια προγραμματισμένη επαναλαμβανόμενη ρουτίνα. Ήταν σαφές από το σβησμένο βλέμμα, την  ασάφεια, την απουσία 'σώματος'. Ευτυχώς, ακόμα εκνευριζόταν, κάτι είχε απομείνει σαν σπινθήρας ανάφλεξης μιας αντίστασης σ' αυτή την κακώς εννοούμενη προστασία.

Ο Dennis το ζήτημα της πανδημίας το αντιμετώπιζε διαφορετικά. Η δική του οπτική επί του θέματος ήταν ότι επρόκειτο για μια μοναδική ευκαιρία εξέλιξης αυτού του homo που είχε αιώνες τώρα να εξελιχθεί.. άλλαζε μεν αλλά δεν εξελισσόταν. Συχνά όταν το έλεγε αυτό, οι συνομιλητές του άρχιζαν τα αστεία για τους μεταλλαγμένους αλλά για εκείνον το ζήτημα ήταν πολύ βαθύτερο και ουσιώδες. Στην αρχή της πανδημίας, η ανθρωπότητα “αποσύρθηκε” για λίγο και ο πλανήτης “ανάσανε”. Υπέροχες φωτογραφίες απ' όλο τον κόσμο διατράνωναν τις ευεργετικές συνέπειες αυτού του μικρού διαλείμματος του πλανήτη από τον βάναυσο έποικο του. Και μετά, αυτή η διακριτή πληθυσμιακή μερίδα του πλανήτη Γη, αποφάσισε οι άνθρωποι να προσαρμόσουμε τις συνθήκες για να επιβιώσουμε. Η ανθρωπότητα δεν προσαρμόζεται αλλά προσαρμόζει, επιβιώνει όχι γιατί εξελίσσεται στις συνθήκες που το απαιτούν αλλά γιατί δημιουργεί τις συνθήκες στις οποίες μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ως έχει. 

Στην αρχή κι εκείνος φοβήθηκε τον ιό, αλλά ο φόβος δεν διήρκεσε πολύ, άρχισε να μεταλλάσσεται. Μετά, με την λογική του έψαξε τρόπους να προστατευτεί από τον ιό, αλλά η προστασία χρειάζεται πάντα αναβάθμιση. Πάνω που άρχισε να τον πιάνει τρόμος ότι αυτή η σπείρα θα τον συμπαρασύρει στα άδυτα της αβύσσου, αποφάσισε να δει τα πράγματα υπό άλλο πρίσμα. Σκέφτηκε πως μπορεί ο ίδιος να διαφοροποιηθεί, να εξελιχθεί μέσα από αυτή την διαδικασία, να αφήσει τον φόβο να εξελιχθεί σε μια γόνιμη άμυνα, σε ένα ενδελεχές σχέδιο επαναπροσδιορισμού των αξιών του. Τι πραγματικά έπρεπε να τον φοβίζει εν τέλει; Ένας ιός που μπορούσε να τον στείλει στα θυμαράκια νωρίτερα απ΄ ότι περίμενε, - αλλά σε κάθε περίπτωση, η αποστολή του εκεί ήταν προδιαγεγραμμένη - , ή μια αφιλόξενη, απάνθρωπη πραγματικότητα; Για τον ίδιο είχε καίρια σημασία αν παραδομένος στο φόβο, θα κατέβαζε έναν - έναν τους διακόπτες κοινωνικής ζωής και ανθρώπινης συμπεριφοράς, ή αν θα οπλιζόταν με θάρρος και θα προχωρούσε σε αλλαγές στον τρόπο που συμπεριφέρεται.

Πίστευε ακράδαντα ότι οι άνθρωποι μπορούσαμε να κάνουμε μια γενναία αλλαγή, ότι δεν είχαμε απολέσει ακόμα αυτό τον χθόνιο λώρο με την “μαύρη γη”. Χρειαζόταν όμως η παρουσία του σημαντικού “άλλου”, γιατί χωρίς το έναυσμα έτερου προσώπου αδυνατούμε να επαναφέρουμε το κέντρο μας. Κι ίσως ακόμα να χρειάζεται η παρουσία περισσότερων του ενός, σαν μια πρωτόγονη αγέλη από ανθρώπινα θηρία που συνευρίσκονται γύρω από μια φωτιά και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τους μέσω της θερμότητας και της επαφής. Ξανακοίταξε την Θάλεια, κι επιβεβαίωσε την ελαφρά θυμική μεταστροφή της. Μερικές φορές δεν χρειάζονται δραματικές αλλαγές, μόνο ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις θέσης για να διορθωθεί η πορεία μέσα στο ταξίδι  για να ξαναβρεί κανείς τον προορισμό του. 

Πάνω στο τραπέζι οι ακτίνες του ήλιου χορεύανε με την σκόνη. Η Θάλεια ακολούθησε με το βλέμμα τον στροβιλισμό της σκόνης μέσα στο φως, έως ότου συνάντησε τον ήλιο στο μεσουράνημα. Μετακίνησε ελάχιστα το κεφάλι της και αισθάνθηκε τις ακτίνες να χοροπηδάνε πάνω στο πρόσωπο της σαν να μετρούν τις αποστάσεις, ένοιωσε ένα ανεπαίσθητο ρίγος ζεστασιάς σαν να την κάλυπτε ένα θερμό υφαντό, διάφανο και παχυλό ταυτόχρονα. Ο λαιμός της τεντώθηκε και μαζί τραβήχτηκε απαλά η σπονδυλική της στήλη, οι ώμοι της έγειραν προς τα πίσω, η κοιλιά της μαλάκωσε και το σώμα της μάκρυνε. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε ίσια το στεφάνι του, κι αυτός την κοίταξε πίσω στέλνοντας μέσα από την κόρη του ματιού μια θερμή, αειφόρο ενέργεια. Έκλεισε τα μάτια και το ηλιακό στεφάνι αναβόσβησε σαν αρνητικό φωτογραφίας. 

Η Θάλεια πίεσε τα χείλη της, γεύτηκε την ελαφρά στιφάδα των σταφυλιών, επανάφερε την διαδρομή του κρασιού, αναπόλησε την αίσθηση και αποτίμησε την αλλαγή. Έγειρε το κεφάλι της δεξιά – αριστερά, άκουσε μέσα στο τύμπανο το ελαφρύ κλακ των αυχενικών σπονδύλων, άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, κοίταξε τον Dennis, χτύπησε τις παλάμες της πάνω στα γόνατα της... 

Συνεχίζεται...

Έργο του Χρήστου Ευσταθίου, ένας από τους εννέα Έλληνες ζωγράφους που συμμετείχαν στην έκθεση “Art en Capital”, στο Παρίσι 2014.


Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος