Point Of View

Ένας Στρατιώτης που τον λέγαν Λαβ – Κριτική

Νάγια Παπαπάνου

Ένα ξέφρενο βακχικό ταξίδι, με πρωταγωνιστή έναν στρατιώτη που τον λέγαν Λαβ, παρασύρει, πολίτες, στρατιώτες, έφηβους και γονείς σε μια ενδοσκοπική αναζήτηση του εαυτού μέσα από την αγάπη, σαρκική, γονεϊκή, πλατωνική, την αγάπη για το τώρα και τη στιγμή.

Σε έναν σκηνικό χώρο, όπου δεσπόζει το γκρι, και συνεχώς από και ανά - δομείται, η πλάτη της σκηνής καλύπτεται από ένα τεράστιο διαφανές πλαστικό που διαστρεβλώνει τις φιγούρες και τις εικόνες. Σ΄ αυτό το υπέροχο σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, εμφανίζονται οι ερμηνευτές, φορόντας κοστούμια που έχουν αναφορές στην αρχαία τραγωδία αλλά και στο θέατρο του Μπρεχτ, καλυμμένοι αποσπασματικά από άργιλο, που δημιουργεί αυτό το εφέ, σαν να ξεθάβεις από συντρίμια. Στην αίσθηση συντελλούν οι εξαιρετικοί φωτισμοί της Μελίνα Μάσχα, και ενδύουν την παράσταση με μια διεστραμμένη άχλη σαν να πρόκειται για ένα σκοτεινό και στρεβλωμένο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας. 

Η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού και η κινησιολογία της Βάλιας Παπαχρήστου δρουν σε απόλυτη συνέργια με το σκηνοθετικό όραμα της Ελένης Μποζά, σε αυτή την παράσταση όπου η σκηνοθεσία επιστεγάζει το σύνολο της καλλιτεχνικής απόδοσης του έργου. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται και ταυτόχρονα εξαφανίζεται το χωρό – χρονικό συνεχές του έργου, κι ενώ η συνθήκη σε κάθε σκηνή είναι σαφής και πλήρως ορισμένη, υπάρχουν κοινά στοιχεία που συντελλούν σε μια αλληλουχία συγκοινωνούντων δοχείων. Η Ελένη Μποζά, με μαεστρία και βαθιά κατανόηση της συνολικής εικόνας έχει σκηνοθετήσει τον «Στρατιώτη που τον λέγαν Λαβ», με τρόπο ανεξίτηλο για το έργο αυτό. 

Ο «χορός» των στρατιωτών, που μου θύμισε τα στρατιωτάκια που είχαμε παιχνίδια, είναι ένα σημαντικό κομμάτι της δραματουργικής επιμέλειας αυτής της παράστασης, καθώς το άκαμπτο της κίνησης έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την πλαστικότητα και το ζωώδες της ερωτικής νύξης ή πράξης μεταξύ των στρατιωτών. Επίσης η γκροτέσκο παρτούζα και το λάιτ μοτίφ «όνειδος, ντροπή, πότε θα σταματήσει αυτή η ανωμαλία» ήταν από τα σημεία του έργου που το γέλιο στιγματίζει και εκκινεί τον προβληματισμό. 

Όλοι οι ερμηνευτές ανεξαιρέτως, είναι εκπληκτικοί σε αυτή την σωματική και λεκτική αναμέτρηση. Θα ξεχωρίσω τον Κώστα Κουτρουμπή, τον κορυφαίο των στρατιωτών, για αυτή την σπάνια συλλογή αποχρώσεων στην ερμηνεία του. Φυσικά ο Λαβ, Μάνος Πετράκης, διανύει χιλιόμετρα επί σκηνής, σε μια πιο σωματική ερμηνεία του ρόλου με αναφορές – ίσως – στην ψυχοπαθολογία του Πουκ από το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας. Η Ρου, Θάλεια Σταματέλου, είναι μια σταθερή αναφορά στο «ανδρόγυνο» του εφηβικού σώματος, στην αμφιφυλία και το βαθύτερο ένστικτο ενός πρωτόγονου παγανιστικού έρωτα.

Η σκηνοθεσία της Ελένης Μποζά και το σύνολο της καλλιτεχνικής επιμέλειας αναδεικνύουν ισότιμα τον αντιπολεμικό χαρακτήρα του έργου, και το διονυσιακό στοιχείο. Για να είμαι ειλικρινής με γοητεύει περισσότερο το κομμάτι το διονυσιακό, αυτή η διάθεση που διατρανώνεται στο τέλος του έργου, σαν μνεία στο φινάλε από το βιβλίο του Πατρίκ Ζισκιντ, «Το άρωμα». 

Info Παράστασης

Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος